Τι είναι η κυστική ίνωση και πως κληρονομείται;
Η κυστική ίνωση ή Ινοκυστική νόσος είναι η πιο διαδεδομένη παγκοσμίως κληρονομική νόσος στη λευκή φυλή. Στην Ελλάδα εκτιμάται ότι περίπου 1 στα 2000-2500 παιδιά γεννιέται με κυστική ίνωση και περίπου το 4% του γενικού πληθυσμού είναι φορείς.
Χαρακτηρίζεται από παχύρρευστες κολλώδεις εκκρίσεις στο αναπνευστικό και πεπτικό σύστημα (εξαιτίας ελλιπούς ηλεκτρολυτικής μεταφοράς ιόντων νατρίου και χλωρίου), υπερβολική έκκριση άλατος από τους ιδρωτοποιούς αδένες, παγκρεατική και μερικές φορές ηπατική ανεπάρκεια, στειρότητα στους άνδρες. Η νόσος είναι θανατηφόρος με κακή πρόγνωση από τα πρώτα χρόνια της ζωής.
Η κυστική ίνωση είναι κληρονομική νόσος, που οι ασθενείς φέρουν από τη
γέννησή τους, έχοντας κληρονομήσει δυο παθολογικά (μεταλλαγμένα) γονίδια της νόσου, ένα από κάθε γονέα. Τα άτομα που φέρουν ένα μεταλλαγμένο γονίδιο θεωρούνται φορείς και είναι ασυμπτωματικά και απόλυτα υγιή. Η νόσος ακολουθεί υπολειπόμενο αυτοσωμικό τρόπο κληρονόμησης που σημαίνει ότι αν είναι και οι δυο γονείς είναι φορείς της νόσου έχουν πιθανότητα 25% να αποκτήσουν ένα παιδί που πάσχει, 50% να αποκτήσουν παιδί φυσιολογικό και 25% να είναι φορέας.
Το υπεύθυνο γονίδιο εντοπίστηκε το 1989 και ονομάστηκε CFTR (cystic fibrosis transmembrane conductance regulator) και από τότε έχουν βρεθεί σε αυτό περίπου 1900 μεταλλάξεις που προκαλούν κυστική ίνωση και πολυμορφισμοί. Η συχνότερη μετάλλαξη είναι η F508del ή ΔF508, με συχνότητα 70-80% στις Βορειοευρωπαϊκές χώρες και περιπου 54% στον ελληνικό πληθυσμό.
Τι είναι η άτυπη κυστική ίνωση και πως συνδέεται με την υπογονιμότητα στους άνδρες;
Πρόσφατα, έχουν ανακαλυφθεί μεταλλάξεις στο γονίδιο CFTR σε άτομα με ήπιες ασυμπτωματικές ασθένειες, όπως:
- Συγγενής ατρησία σπερματικού πόρου (CBAVD)
- Χρόνια παγκρεατίτιδα
- Ρινικοί πολύποδες
- Κολπίτιδα και βρογχιεκτασία
Η CBAVD ευθύνεται για ποσοστό 2-5% υπογονιμότητας στους άνδρες. Το 85% των ανδρών με CBAVD έχουν άτυπη μορφή κυστικής ίνωσης. Έτσι, σε άνδρες με μη αποφρακτική αλιγοσπερμία ή αζωοσπερμία, ενδείκνυται να γίνει η εξέταση.
Μοριακή Διάγνωση
Ο Ελληνικός πληθυσμός παρουσιάζει μεγάλη μοριακή ετερογένεια. Στους ασθενείς ελληνικής καταγωγής έχουν ανιχνευτεί περισσότερες από 120 διαφορετικές μεταλλάξεις, κάποιες εκ των οποίων αφορούν ελάχιστες οικογένειες. Αυτή η μεγάλη ετερογένεια καθιστά τον μοριακό έλεγχο ιδιαίτερα απαιτητικό και ακριβό. Η γνώση της μετάλλαξης είναι σημαντική, γιατί η ποικιλία των κλινικών συμπτωμάτων της ασθένειας οφείλεται στο είδος της μετάλλαξης. Μερικές μεταλλάξεις, όπως η ΔF508 θεωρούνται σοβαρές και κάποιες άλλες ήπιες. Επομένως, η εύρεση της μετάλλαξης μπορεί να βοηθήσει στην πρόγνωση της σοβαρότητας της ασθένειας.
Ο εργαστηριακός έλεγχος των ατόμων που ενδιαφέρονται γίνεται με εξέταση αίματος και μοριακές τεχνικές για τον εντοπισμό μεταλλάξεων στο γονίδιο CFTR. Στην Ελλάδα, σε δημόσια ή ιδιωτικά εργαστήρια, υπάρχουν οι εξής δυνατότητες ελέγχου:
- Έλεγχος της συχνότερης μετάλλαξης, της ΔF508 ή
- Έλεγχος του 75-85% των συχνότερων μεταλλάξεων ή
- Έλεγχος του συνόλου των μεταλλάξεων και πολυμορφισμών του γονιδίου (πλήρης γονιδιακός έλεγχος).
Ο έλεγχος του 75-85% των μεταλλάξεων δεν μπορεί να ανιχνεύσει όλες τις αλλαγές, όμως μειώνει σημαντικά τη πιθανότητα κάποιος που έχει βρεθεί αρνητικός να είναι τελικά φορέας.
Ο έλεγχος συστήνεται σε:
- άτομα με οικογενειακό ιστορικό κυστικής ίνωσης
- συντρόφους ατόμων ασθενών ή φορέων μιας μετάλλαξης
- εγκυμοσύνες στις οποίες το έμβρυο παρουσιάζει υπερηχογένεια εντέρου
- ζευγάρια που πρόκειται να μπουν σε διαδικασία εξωσωματικής γονιμοποίησης
- συντρόφους ατόμων με συγγενή ατρησία σπερματικού πόρου (μη αποφρακτική ολιγοσπερμία ή αζωοσπερμία).
Λόγω της υψηλής συχνότητας φορέων και της απουσίας οποιασδήποτε βιοχημικής ή αιματολογικής εξέτασης η οποία μπορεί να αποκαλύψει τους φορείς, ο προληπτικός έλεγχος αφορά όλο το πληθυσμό και όχι μόνο όσους έχουν πάσχοντες συγγενείς.
Ράπτης Γεώργιος, Ιατρός Μικροβιολόγος – Βιοπαθολόγος, PhD