Όσοι ενηλικιώθηκαν τα πρώτα χρόνια μετά τη δικτατορία αναπολούν την ατμόσφαιρα της εποχής ως ρευστή, διεγερτική και αμφίθυμη. Μια γλυκόπικρη σύγχυση, άλλοτε διασκεδαστική και άλλοτε εκνευριστική. Οι φοιτητές εκείνων των ημερών -ανάμεσά τους και ο συγγραφέας- είχαν ξοδέψει τη μισή έως τότε ζωή τους υπό καθεστώς πολιτικής νηστείας. Ως εκ τούτου, έπεσαν με τα μούτρα στην πολιτικολογία και τη συνέδεσαν με κάθε πιθανή και απίθανη πτυχή του καθημερινού τους βίου. Με τη σεξουαλική τους αδηφαγία, με την υπαρξιακή τους ανασφάλεια, με τον θάνατο όποιας ιδεολογικής αυταπάτης. Η γενιά που «γεννήθηκε κουρασμένη» έδωσε μια τελευταία μάχη πριν από την ολοκληρωτική της παράδοση.
Αυτήν ακριβώς τη χρονική συγκυρία καταγράφει Το παυσίπονο. Γύρω από μια νεαρή κοπέλα που αυτοκτονεί, καθώς δεν αντέχει στην πίεση, υφαίνεται ο ιστός όσων προσπάθησαν να την αποτρέψουν και όσων την οδήγησαν εκεί μια ώρα αρχύτερα. Ο Πέτρος Τατσόπουλος παραχωρεί αδιακρίτως το μικρόφωνο στους θύτες και στα θύματα. Ετερόκλητοι χαρακτήρες -θεούσες, φρικιά, αναρχικοί, τραμπούκοι- παγιδεύονται στην ίδια αφηγηματική φάκα, προτού επιβληθεί ο διαχωρισμός που βιώνουμε σήμερα.
«Ο Πέτρος Τατσόπουλος είναι ένας από τους κύριους και πιο δημοφιλείς εκπροσώπους του ’80. Η κριτική αναγνωρίζει ως προτερήματά του την ευρηματικότητα στη μυθοπλασία, τη μεγάλη αφηγηματική ευλυγισία και το καυστικό χιούμορ που διαποτίζει τις σελίδες του»
Δημοσθένης Κούρτοβικ, Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς
«Ο Τατσόπουλος ανήκει στην ολιγάριθμη κατηγορία των προικισμένων πεζογράφων που κατέρχονται στον στίβο σχεδόν έτοιμοι… Στο Παυσίπονο επιχειρεί την πανοραμική εικονογράφηση μιας νωπής ακόμα εποχής και κατορθώνει ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται με έντονο ενδιαφέρον».
Σπύρος Τσακνιάς, Η Λέξη
«Ο Τατσόπουλος επικοινωνεί με τους αναγνώστες του με μια γλώσσα γυμνή από κάθε εξωραϊσμό, αφόρτιστη συναισθηματικά, πάντοτε χαμηλότονη και ρεαλιστική και κάποτε καταλυτικά ειρωνική. Ο λόγος του γίνεται ο κύριος αγωγός για τη μετάδοση διαβρωτικών εμπειριών».
Γ. Δ. Παγανός, Γράμματα και Τέχνες
«Το παυσίπονο έρχεται να αποκαλύψει όχι μόνον τη δεινότητα του συγγραφέα να κινείται ανάμεσα στα ‘’ελληνικά’’ γλωσσικών ομάδων, από τα φρικιά των Εξαρχείων ως τις θεοσεβούμενες μητέρες, αλλά και να τα μεταφέρει στο κείμενο κάτω από ένα ενιαίο ύφος, το δικό του».
Αναστασία Λαμπρία, Μεσημβρινή
O συγγραφέας
Ο Πέτρος Τατσόπουλος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο τον Δεκέμβριο του 1959. Σπούδασε οικονομικά και πολιτικές επιστήμες. Εργάστηκε ως ασκούμενος κοινωνικός λειτουργός, συν-σεναριογράφος (Οι Απέναντι [1981] του Γιώργου Πανουσόπουλου, Υπόγεια διαδρομή [1983] του Απόστολου Δοξιάδη), δημοσιογράφος, σύμβουλος εκδόσεων και παρουσιαστής πολιτιστικών εκπομπών στη δημόσια και στην ιδιωτική τηλεόραση: Πνεύμα αντιλογίας (ΕΤ-1, 1999-2000), Μεγάλοι Έλληνες-Ελευθέριος Βενιζέλος (ΣΚΑΪ, 2009), 1821 (ΣΚΑΪ, 2011), Μπρα ντε Φερ (Action 24, 2014). Μαζί με τον Κώστα Μουρσελά, τον Γιώργο Σκούρτη και τον Αντώνη Σουρούνη μετείχε στο Παιχνίδι των τεσσάρων (1998). Έχει δημοσιεύσει δεκαεννέα βιβλία. Ανάμεσά τους: Οι ανήλικοι (1980), Το παυσίπονο (1982), Η καρδιά του κτήνους (1987 – μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο από τον Ρένο Χαραλαμπίδη το 2005), Η πρώτη εμφάνιση (1994), Τιμής ένεκεν (2004), Η καλοσύνη των ξένων (2006), Νεοέλληνες (2007), Ο Σίσυφος στο μπαλκόνι (2009 – βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), Το βιβλίο για τα βιβλία (2010), Γκαγκάριν (2016). Μυθιστορήματα και διηγήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, τουρκικά και τσέχικα. Μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Εταιρείας Συγγραφέων την περίοδο 2001-2003, υπό την προεδρία του Βασίλη Βασιλικού. Βραχύβιος αντιπρόεδρος του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου το 2010. Τον Μάιο του 2012 εκλέχτηκε βουλευτής με τον ΣΥΡΙΖΑ. Συμμετείχε στην ελληνική κοινοβουλευτική αντιπροσωπεία στο Συμβούλιο της Ευρώπης (2012-2013). Από τον Ιανουάριο του 2014 έως το τέλος της ίδιας χρονιάς ήταν ανεξάρτητος βουλευτής. Έχει δύο παιδιά, τον Γιάννη και την Δανάη.