Στο 67% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανήλθε το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα το 2017, σύμφωνα με τις προκαταρκτικές εκτιμήσεις της Eurostat, υποχωρώντας κατά μία ποσοστιαία μονάδα σε σύγκριση με το 2016. Σε χαμηλά επίπεδα παραμένει, εξάλλου, και η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση, καθώς το 2017 διατηρήθηκε σε επίπεδα κατά 23% χαμηλότερα από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο και κατά 27% από τον μέσον όρο της Ευρωζώνης. Η Ελλάδα αποτελεί το μοναδικό από τα παλαιά κράτη-μέλη της Ε.Ε. που βρίσκεται τόσο χαμηλά στην κατάταξη, μαζί με τις λεγόμενες πρώην ανατολικές χώρες. Ειδικότερα, σε όρους πραγματικής ιδιωτικής κατανάλωσης τα ελληνικά νοικοκυριά κατατάσσονται στη 19η θέση, κάτω από χώρες όπως η Λιθουανία (στο 88% του μέσου ευρωπαϊκού όρου) και την Τσεχία (στο 80% του μέσου ευρωπαϊκού όρου).
Σε όρους ΑΕΠ πέφτει ακόμη χαμηλότερα, στην 24η θέση μεταξύ των «28» με τη Λετονία να βρίσκεται επίσης στο 67% του μέσου ευρωπαϊκού όρου και να ακολουθούν η Ρουμανία (στο 63% του μέσου ευρωπαϊκού όρου ή 63 μονάδες αγοραστικής δύναμης), η Κροατία (61 μονάδες) και τέλος η Βουλγαρία (46 μονάδες), που παραμένει η χώρα με τους φτωχότερους πολίτες. Από την εξέταση, μάλιστα, των διαχρονικών στοιχείων προκύπτει ότι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα υποχώρησε σε διάστημα 10 ετών (2008-2017) κατά 26 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς το 2008 βρισκόταν στο 93% του μέσου κοινοτικού όρου. Κατά 27 ποσοστιαίες μονάδες έχει υποχωρήσει η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση, καθώς το 2008 βρισκόταν 4% πάνω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο (στις 104 μονάδες). Για να αντιληφθεί κάποιος καλύτερα το παραπάνω, αρκεί να πούμε ότι οι ονομαστικές δαπάνες ανά κάτοικο στην Ελλάδα υποχώρησαν από 17.008 ευρώ το 2008 σε 12.929 ευρώ το 2017. Στους αριθμούς αυτούς αποτυπώνονται στην πραγματικότητα η λεγόμενη εσωτερική υποτίμηση και η επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, ενώ γίνεται εύκολα αντιληπτό για ποιο λόγο έβαλαν «λουκέτο» εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις, κυρίως εμπορικές.
Τα στοιχεία της Eurostat έρχονται επίσης για μία ακόμη φορά να επιβεβαιώσουν την ύπαρξη της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων, με την κλασική διαχωριστική γραμμή «Βορράς – Νότος» να μην ισχύει πλέον κατά απόλυτο τρόπο. Κατά κεφαλήν πραγματική ιδιωτική κατανάλωση πάνω από τον μέσο κοινοτικό όρο καταγράφηκε το 2017 σε δέκα κράτη-μέλη. Πρόκειται για το Λουξεμβούργο (30% πάνω από τον μέσον όρο), τη Γερμανία (22% πάνω από τον μέσον όρο), την Αυστρία (18%), το Ηνωμένο Βασίλειο (14%), τη Φινλανδία (13%), το Βέλγιο και τη Δανία (12% πάνω από τον μέσον όρο), την Ολλανδία (10% πάνω από τον μέσο όρο), τη Γαλλία και Σουηδία (9% πάνω από τον μέσο όρο). Στην Ιταλία, στην Ιρλανδία και στην Κύπρο η κατά κεφαλήν πραγματική κατανάλωση βρέθηκε σε επίπεδα έως 10% κάτω από τον μέσο κοινοτικό όρο, παρά το γεγονός ότι οι δύο από τις τρεις χώρες βρέθηκαν τα προηγούμενα χρόνια σε καθεστώς μνημονίου, ενώ και στην Ιταλία εφαρμόστηκαν μέτρα λιτότητας. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η περίπτωση του Λουξεμβούργου. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ εμφανίζεται να βρίσκεται 153% πάνω από τον μέσο κοινοτικό όρο, ενώ η πραγματική ιδιωτική κατανάλωση 30% πάνω από τον μέσο κοινοτικό όρο. Σύμφωνα με τη Eurostat, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι στο Λουξεμβούργο εργάζονται, παράγουν πολλοί μη κάτοικοι της χώρας. Ετσι, αν και αυτοί συμβάλλουν στο ΑΕΠ, δεν συμπεριλαμβάνονται στον μόνιμο πληθυσμό με συνέπεια ο παρονομαστής να είναι μικρός.
kathimerini.gr