Εκπαίδευση - Παιδεία, ΠΑΙΔΙ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Καλικατζαροκαταστάσεις!

Αυτές τις ημέρες θυμάμαι τη μαμά μου να καθαρίζει όλη τη μέρα το σπίτι για να έρθει στο σπίτι ο παπάς με την αγιαστούρα του… Το αστείο είναι βέβαια ότι συνήθως μας έβρισκε στο σπίτι της γιαγιάς να παίζουμε χαρτιά και να τρώμε ξηρούς καρπούς.Πασίγνωστη είναι η δοξασία που όταν οι καλικάντζαροι φεύγουν κατά τον αγιασμό των σπιτιών φωνάζουν σε ρυθμό:

«Φεύγετε να φεύγω με τι έρχεται ο τρελόπαπας με την αγιαστούρα του και με τη βρεχτούρα του. Μας άγιασε μας έβρεξε και μας, μας εκατέκαψε!»

Οι καλικάντζαροι, είναι δαιμονικά όντα, που κατά τη λαϊκή αντίληψη, έρχονται στη γη και ενοχλούν τις νύχτες τους ανθρώπους, από την παραμονή των Χριστουγέννων μέχρι τα Θεοφάνεια. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία τις μέρες αυτές τα «νερά είναι αβάφτιστα» και οι καλικάντζαροι βγαίνουν από τη γη για να πειράξουν τους ανθρώπους τώρα που ο Χριστός είναι και εκείνος αβάφτιστος. Ποια τα ονόματα τους;

ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΟΣ ΜΑΛΑΓΑΝΑΣ, ΤΡΙΚΛΟΠΟΔΗΣ, ΠΛΑΝΗΤΑΡΟΣ, ΜΑΛΑΠΕΡΔΑΣ, ΜΑΓΑΡΑΣ, ΒΑΤΡΑΚΟΥΚΟΣ, ΚΑΤΑΧΑΝΑΣ – ΠΕΡΙΔΡΟΜΟΣ, ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ, ΠΑΡΩΡΙΤΗΣ, ΓΟΥΡΛΟΣ, ΚΟΨΟΜΕΣΙΤΗΣ, ΣΤΑΒΟΛΑΙΜΗΣ, ΚΟΨΑΧΕΙΛΗΣ, ΚΩΛΟΒΕΛΟΝΗΣ

Ένα πολύ όμορφο παραμύθι με τίτλο Συμφωνία με έναν καλικάντζαρο, το οποίο μου είχε πει η μαμά μου, σαν περιμέναμε τον ιερέα να μας αγιάσει και την άκουσα ξανά, ύστερα από πολλά χρόνια, από τους ΠΑΡΑΜΥΘΑΔΕΣ Καβάλας και σκέφτηκα πως θα ήταν όμορφο να την αφηγηθείτε στα παιδάκια σας…

«Αρχή του παραμυθιού, καλησπέρα της αφεντιάς σας…

Πριν πολλά-πολλά χρόνια, τότε που δεν υπήρχαν τηλέφωνα και οι άνθρωποι μιλούσαν πρόσωπο με πρόσωπο, σε μια μικρή πόλη, ζούσε ένας έμπορος με την γυναίκα του και το μικρό του γιο. Δεν είχαν πολλά λεφτά, αλλά δεν τους έλειπε και τίποτα.

Ο πατέρας, γυρνούσε τις πόλεις και πουλούσε υφάσματα. Έλειπε για πολύ καιρό…πολλές φορές, ακόμα και μήνες. Δεν είχαν αυτοκίνητα τότε. Είχε ένα κάρο κι ένα μουλάρι που το τραβούσε. Είχε καλά υφάσματα, ακριβά μα και φτηνά και όλα τους ήταν άριστης ποιότητας.

Σ’ ένα ταξίδι του, εκεί που περνούσε μέσα από ένα δάσος, του όρμηξαν άγριοι ληστές και του έκλεψαν τα πάντα. Το κάρο με το μουλάρι, τα υφάσματα και όλα του τα χρήματα. Ο έμπορος ήταν τώρα πολύ απελπισμένος. Δεν του είχε μείνει τίποτα ούτε και για να επιστρέψει σπίτι του. Το ταξίδι για την επιστροφή θα κρατούσε μέρες και χωρίς χρήματα δεν θα άντεχε. Η στεναχώρια του ήταν διπλή, μιας και οι μέρες ήταν γιορτινές και κοντοζύγωνε κι η πρωτοχρονιά. Καθισμένος σε ένα δέντρο, έκλεγε για την μαύρη του την τύχη και σκεφτότανε να βρει λύση, όταν ξαφνικά, σαν από το πουθενά, εμφανίστηκε μπροστά του, ένας καλικάντζαρος. Ψηλός, άχαρος, με νύχια κοφτερά και το μόνο που φορούσε ήταν μια πράσινη βράκα.

– Τι έχειθ και κλαιθ άνθγωπέ μου; (Τι έχεις και κλαις άνθρωπέ μου;)

Τον ρώτησε ο καλικάντζαρος που ήταν και τσεβδός, ενώ δεν μπορούσε να κρύψει και την χαρά του για την στεναχώρια του εμπόρου. Εξάλλου, με αυτά χαίρονται τα ζιζάνια. Προκαλώντας ζημιές και προβλήματα στους ανθρώπους.

Ο έμπορος τα έχασε προς στιγμή μιας και δεν είχε ξαναδεί ποτέ του καλικάντζαρο, σίγουρα όμως δεν τον φοβήθηκε αφού έτσι όπως ήταν, μόνο γέλια σου προκαλούσε. Παρόλα αυτά, με στενάχωρη φωνή του απάντησε…

–       Έτσι όπως περνούσα από εδώ, μου στήσανε ενέδρα κάτι ληστές, μου όρμησαν και μου έκλεψαν τα πάντα. Μέχρι και το δώρο που είχα πάρει για τον γιο μου. Και τώρα δεν έχω ούτε ένα νόμισμα στην τσέπη για να γυρίσω πίσω.

–       Κι είναι λόγοθ αυτόθ για να κλαιθ; Μην θκαθ, κι εγώ θα θε βοηθήθω. (Κι είναι λόγος αυτός για να κλαις; Μην σκας, κι εγώ θα σε βοηθήσω.)

Και λέγοντας τα λόγια αυτά, βάζει το χέρι του βαθιά μέσα από την βράκα και βγάζει ένα πουγκί και του το προσφέρει.

–       Ογίθτε. Εδώ μέθα, έχει αγκετά νομίθματα για να γυγίθεις θπίτι θου. (Ορίστε. Εδώ μέθα, έχει αρκετά νομίσματα για να γυρίσεις σπίτι σου.)

–       Ναι αλλά, εγώ πως θα στο ξεπληρώσω; Τώρα που με κλέψανε δεν έχω τίποτα.

–       Φαίνεθαι τίμιοθ άνθγωποθ. Λοιπόν, άκου την θυμφωνία που θα κάνουμε. Μόλιθ γυγίθεις θπίτι θου τώγα, το πγώτο πλάθμα που θα θε υποδεχτεί, θα μου το δώθεις αντάλλαγμα όταν θα έγθω να θε βγω θε δέκα χγόνια. (Φαίνεσαι τίμιος άνθρωπος. Λοιπόν, άκου την συμφωνία που θα κάνουμε. Μόλις γυρίσεις σπίτι σου τώρα, το πρώτο πλάσμα που θα σε υποδεχτεί, θα μου το δώσεις αντάλλαγμα όταν θα έρθω να σε βρω σε δέκα χρόνια.)

Ο έμπορος, αφού το σκέφτηκε μια στιγμή, απάντησε με χαμόγελο…

–       Εντάξει λοιπόν. Σε δέκα χρόνια από τώρα, θα σου δώσω σε αντάλλαγμα το πρώτο πλάσμα που θα με υποδεχτεί μόλις γυρίσω σπίτι μου.

Δώσανε τα χέρια για να κλείσουν τη συμφωνία – έτσι κάνανε τότε –κι ο καθένας τράβηξε το δρόμο του. Ο έμπορος, ήταν χαρούμενος γιατί ξεγέλασε τον καλικάντζαρο κι αυτό γιατί κάθε φορά που επέστρεφε στο σπίτι του, το πρώτο πλάσμα που τον υποδέχονταν ήταν ο σκύλος του γείτονα. Έτσι, ο έμπορος ήταν σίγουρος πως ο σκύλος θα τον υποδεχτεί και τώρα, οπότε σε δέκα χρόνια που θα τον επισκεφτεί ο καλικάντζαρος, αυτόν θα πρέπει να πάρει – αν ζει βέβαια μέχρι τότε, αφού είναι και γέρικο.

Οι μέρες πέρασαν κι ο έμπορος έφτασε στην πόλη του την επόμενη μέρα της πρωτοχρονιάς. Σε όλα τα σπίτια είχαν στρώσει γιορτινό τραπέζι κι απολάμβαναν ζεστή σούπα, νόστιμη κότα και για γλυκό βασιλόπιτα που είχαν κόψει το προηγούμενο βράδυ. Μόνο το σπίτι του έμπορου δεν είχε γιορτινό κλίμα, λόγω της απουσίας του. Ο μικρός γιος του, ήταν συνέχεια κολλημένος στο τζάμι του παραθύρου ελπίζοντας να δει τον πατέρα του να ξεπροβάλει από το στενό. Κι όντως, τον είδε να ξεπροβάλει και να κοντοζυγώνει προς το σπίτι. Από την μεγάλη του χαρά που είχε να τον δει περισσότερο καιρό από άλλες φορές, βγήκε έξω τρέχοντας και φωνάζοντας «μπαμπά».

Ο έμπορος, ενώ χάρηκε στην αρχή και τον αγκάλιασε σφιχτά φιλώντας τον, στην συνέχεια πάγωσε γιατί θυμήθηκε την συμφωνία που είχε κάνει με τον καλικάντζαρο. Τότε γύρισε και κοίταξε στο σπίτι του γείτονα ψάχνοντας να βρει τον γέρικο σκύλο που συνήθως τον υποδέχονταν. Τελικά, τον είδε να κάθεται έξω από το σπιτάκι του και να απολαμβάνει ένα λαχταριστό μεγάλο κόκαλο. Μπήκανε στο σπίτι κι ήταν όλοι χαρούμενοι, εκτός από τον μπαμπά που συνέχεια έφερνε στο μυαλό του την υπόσχεση που είχε δώσει στον καλικάντζαρο. Σε δέκα χρόνια από τώρα, θα έπρεπε να του δώσει τον μονάκριβο γιο του.

Τα χρόνια περνούσαν και ο γιος μεγάλωνε. Ο πατέρας ήταν πάντα προβληματισμένος αλλά δεν έλεγε σε κανέναν το μυστικό του, παρά μόνο λίγες μέρες πριν συμπληρωθούν τα δέκα χρόνια κι εμφανιστεί ο καλικάντζαρος. Ένα μεσημέρι, έπιασε τον γιο του και του τα είπε όλα.

–       Άκουσε αγόρι μου…πριν δέκα χρόνια, εκεί που περνούσα από ένα δάσος, ληστές μου είχαν στήσει ενέδρα και με λήστεψαν ότι είχα. Τότε, εμφανίστηκε από το πουθενά ένας καλικάντζαρος….

Το αγόρι άκουγε τον πατέρα του και δεν πίστευε στα αφτιά του.

Την ημέρα των Χριστουγέννων, ημέρα που περίμεναν και την άφιξη του καλικάντζαρου, όλη η οικογένεια πήγε από το πρωί στην εκκλησία. Μόλις τελείωσε η λειτουργία, πατέρας και γιος έπιασαν τον παπά και του τα είπαν όλα. Ο παπάς, θύμωσε με τον πατέρα που είχε κάνει τη συμφωνία με τον καλικάντζαρο.

–       Ποτέ δεν κάνουμε συμφωνίες με καλικάντζαρους, δαιμόνια και ξωτικά. Είναι κάτι που σίγουρα δεν θα μας βγει σε καλό.

…είπε χαρακτηριστικά κι αφού στη συνέχεια συμβουλεύτηκε τα βιβλία του, διάβασε στο παιδί μια ευχή. Τέλος, σε ένα χρυσό μπουκαλάκι, έβαλε μέσα λίγο αγιασμό και τους το έδωσε με σκοπό να καταφέρουν τον καλικάντζαρο να πιει από αυτό.

Γυρνώντας στο σπίτι, βρήκαν στην αυλή του σπιτιού τους τον καλικάντζαρο να τους περιμένει.

–       Έμπογα, που είθαι; Ελπίδω να μην ξέχαθες την υπόθχεθή θου! (Έμπορα, που είσαι; Ελπίζω να μην ξέχασες την υπόσχεσή σου!)

…μα μόλις το παιδί πλησίασε τον καλικάντζαρο, αυτός κατάλαβε ότι το παιδί ήταν διαβασμένο από τον παπά και είπε με πονηριά:

–       Αυτόθ είναι ο γιοθ θου; Δεν νομίδω ότι μου κάνει. Δεν θα τον χρειαθτώ. Άλλακθα γνώμη. Τελικά θα πάρω εθένα μαδί μου. (Αυτός είναι ο γιος σου; Δεν νομίζω ότι μου κάνει. Δεν θα τον χρειαστώ. Άλλαξα γνώμη. Τελικά θα πάρω εσένα μαζί μου).

–       Μα ο πατέρας μου είναι μεγάλος σε ηλικία και δεν θα μπορεί να σας ακολουθεί τόσο εύκολα όπου πάτε.

…είπε το αγόρι που δεν περίμενε αυτήν την εξέλιξη. Μα ο έμπορας που ήταν κι αυτός πονηρός, δεν τα έχασε και απάντησε αμέσως.

–       Μην φοβάσαι αγόρι μου. Έχω μαζί μου το φίλτρο που σου δίνει τις δυνάμεις που χρειάζεσαι. Άλλοτε σε κάνει τόσο δυνατό που να μπορείς να σηκώσεις με το ένα σου χέρι ένα πελώριο βράχο, κι άλλοτε σε κάνει αόρατο ώστε ακόμα και τα πιο εκπαιδευμένα κυνηγόσκυλα δεν καταφέρνουν να σε μυρίσουν και να σε εντοπίσουν.

…και λέγοντας τα λόγια αυτά, έβγαλε από την τσέπη του το χρυσό μπουκαλάκι με τον αγιασμό που τους είχε δώσει ο παπάς. Ο καλικάντζαρος θόλωσε από την επιθυμία του να γίνει δυνατός κι αόρατος κι άρπαξε απότομα το μπουκαλάκι.

–       Αυτό θα πγέπει να το δοκιμάθω… (Αυτό θα πρέπει να το δοκιμάσω)

…είπε ο καλικάντζαρος και έβαλε το μπουκαλάκι στο στόμα του πίνοντας δυο γουλιές. Στη στιγμή, άρχισε να ζαλίζεται και να νιώθει ένα έντονο κάψιμο. Χωρίς να ξέρει τι να κάνει, άρχισε να τρέχει προς το δάσος μέχρι που χάθηκε από τα μάτια τους. Πατέρας και γιος μπήκαν στο σπίτι με ανακούφιση. Δεν ήταν βέβαια απόλυτα σίγουροι για το αν είχαν νικήσει τον καλικάντζαρο. Παρά μόνο την επόμενη μέρα, όταν ο έμπορος πήγε στο δάσος να κόψει ξύλα, βρήκε στα χόρτα καταγής πεσμένο το χρυσό μπουκαλάκι. Τότε μόνο σιγουρεύτηκε ότι ο καλικάντζαρος είχε εξαφανιστεί για πάντα.

Ψέματα ή αλήθεια, έτσι λένε στα παραμύθια!»

Καλές Καλικατζαροκαταστάσεις…!!! Χρόνια Πολλά…

Γράφει η Εκπαιδευτικός

Γεωργία Παράσχου

 

Previous ArticleNext Article