Ο Πέτρος Τατσόπουλος γεννήθηκε στο Ρέθυμνο και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε οικονομικά και πολιτικές επιστήμες. Εργάστηκε ως σεναριογράφος, ασκούμενος κοινωνικός λειτουργός, σύμβουλος εκδόσεων και σύμβουλος σεναρίων στην κρατική τηλεόραση (ΕΡΤ), δημοσιογράφος και παρουσιαστής στην εκπομπή βιβλίου Πνεύμα αντιλογίας και παρουσιαστής της σειράς ντοκιμαντέρ του ΣΚΑΪ 1821. Είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων από το 1989 και ιδρυτικό μέλος της Ένωσης Σεναριογράφων Ελλάδος. Έχει γράψει είκοσι βιβλία αρκετά εκ των οποίων έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, τουρκικά και τσεχικά.
Είχαμε τη χαρά να μας παραχωρήσει μια συνέντευξη για το νέο του μυθιστόρημα.
1. Κύριε Τατσόπουλε, πριν δύο μήνες κυκλοφόρησε το νέο σας μυθιστόρημα. Πείτε μας λίγα λόγια γι’ αυτό.
Η «Κυρία που λυπάται» είναι το εικοστό μου βιβλίο. Συμβαίνει να έχει και πρόσθετη συναισθηματική αξία για μένα, διότι δημοσιεύτηκε τη χρονιά που συμπληρώθηκαν τέσσερις δεκαετίες από τότε που έγραψα το πρώτο μου βιβλίο. Είναι ένα μυθιστόρημα που συνδυάζει στοιχεία από το ψυχολογικό θρίλερ και τη μαύρη κωμωδία. Πάνω και πρώτα απ’ όλα, ήθελα να είναι ένα ψυχαγωγικό ανάγνωσμα, δίχως να είναι επιφανειακό. Οι αναγνώστες να διασκεδάσουν τουλάχιστον όσο διασκέδασα κι εγώ όταν το έγραφα· αυτοί άλλωστε θα κρίνουν και αν κατάφερα αυτό που εξαρχής επεδίωκα.
2. Αγγίζετε ένα ευαίσθητο κομμάτι με παράτολμο τρόπο. Αναφέρεστε στη φιλανθρωπία ως πρόσχημα και ξέπλυμα συνειδήσεων και χρήματος. Γιατί επιλέξατε να θίξετε αυτή την πλευρά; Τι θέλετε να δείξετε με αυτό;
Ξέρετε, η τόλμη δεν μπορεί να έρθει κατά παραγγελία. Την έχεις ή δεν την έχεις. Σε χαρακτηρίζει ή δεν σε χαρακτηρίζει. Για κάποιους συγγραφείς είναι πιο εύκολο να λένε τα πράγματα με το όνομά τους, παρά να καταφεύγουν σε υπεκφυγές και προσχήματα. Ήθελα να μιλήσω για τις παθογένειες στη σύγχρονη Ελλάδα. Δεν γίνεται να μιλήσεις για τις παθογένειες χωρίς να θίξεις τα κακώς κείμενα – όπου και αν τα εντοπίσεις. Δεν μας λείπουν εκείνοι που θα «στρογγυλέψουν» ή θα «σιδερώσουν» τις καταστάσεις· απεναντίας, ιδίως στην πολιτική, έχουμε πληθώρα από καλοθελητές που άλλο δεν κάνουν παρά να αφαιρούν τις ενοχλητικές ακίδες από τις απόψεις τους. Ας επιτρέψουμε τουλάχιστον στους συγγραφείς να συνεχίσουν να κάνουν την «άχαρη» δουλειά: να καταδεικνύουν το αληθινό είδωλό μας στον καθρέφτη, όσο αποκρουστικό και αν είναι.
3. Πιστεύετε ότι θα πρέπει οι συγγραφείς να περνούν το στίγμα της εποχής μέσα στα βιβλία τους;
Δεν υπάρχει «πρέπει». Υπάρχουν εκπληκτικοί συγγραφείς που κάνουν ακριβώς αυτό –περνούν το στίγμα της εποχής τους– και άλλοι που γράφουν εξίσου σημαντικά βιβλία και δεν ασχολούνται καθόλου με την εποχή τους – συχνά, μάλιστα, καταφεύγουν σε άλλες εποχές. Ό,τι ταιριάζει καλύτερα στον καθένα: στο αφηγηματικό του ταμπεραμέντο και στα ενδιαφέροντά του.
4. Ο κόσμος διαβάζει βιβλία; Από την εμπειρία σας οι περισσότεροι αναγνώστες είναι από την Αθήνα ή την επαρχία;
Το 2010, κατά το βραχύ διάστημα που ήμουν αντιπρόεδρος στο αλήστου μνήμης Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, μου είχαν φέρει τα πορίσματα μιας… ανατριχιαστικής έρευνας, σύμφωνα με την οποία ο ένας στους δύο ενήλικους Έλληνες δεν διαβάζει κανένα βιβλίο στη ζωή του. Το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη κι ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην υφήλιο, τουλάχιστον ανάμεσα στις χώρες όπου δεν κυριαρχεί ο αναλφαβητισμός. Τι να λέμε τώρα; Εάν το συνδυάσετε με την «ξερολίαση» που μας δέρνει, επειδή τυχαίνει να είμαστε απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, καταλαβαίνετε για πόσο εκρηκτικό μείγμα άγνοιας και αυταρέσκειας μιλάμε. Από ανάλογες έρευνες, φαίνεται ότι στην επαρχία διαβάζουν –όσοι διαβάζουν– περισσότερο από την Αθήνα, όχι επειδή είναι πιο φιλομαθείς ή πιο πεφωτισμένοι, αλλά επειδή στην επαρχία είναι λιγότεροι οι «αντιπερισπασμοί» από την ανάγνωση. Όσο για την αναλογία γυναικών και ανδρών αναγνωστών, τόσο στην επαρχία όσο και στην Αθήνα, τα πράγματα είναι ξεκάθαρα: εννέα αναγνώστριες προς έναν αναγνώστη. Χωρίς τις γυναίκες, όλοι εμείς θα είχαμε αλλάξει επάγγελμα.
5. Από το πρώτο σας βιβλίο μέχρι σήμερα τι έχει αλλάξει στον τρόπο γραφής σας;
Τα πάντα. Τόσο τα θέματα που με απασχολούν όσο και ο τρόπος που τα χειρίζομαι. Μιλάμε για σαράντα χρόνια. Και τι σαράντα χρόνια; Το 1978 από το 2019 απέχουν, στην πραγματικότητα, δυο τρεις αιώνες. Τι κοινό έχει η καθημερινότητά μας πριν από σαράντα χρόνια με τη σημερινή; Φαντασθείτε πως τότε, ως πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας, έκανα συζητήσεις επί συζητήσεων με τον αείμνηστο Μένη Κουμανταρέα –ήδη καθιερωμένο συγγραφέα τότε– γύρω από το αν είναι προτιμότερο να γράφεις πρώτα στο χέρι και μετά στη γραφομηχανή ή κατευθείαν στη γραφομηχανή. Εάν κρυφάκουγε μια ανάλογη συνομιλία σήμερα ο γιος μου ή η κόρη μου –είκοσι έξι κι έντεκα χρονών αντίστοιχα– θα έμεναν με την εντύπωση ότι συζητούν δύο άνθρωποι των σπηλαίων.
6. Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο;
Δεν έχω… συνέλθει ακόμη από το προηγούμενο. Αρθρογραφώ παράλληλα στα «Νέα», κάθε Τρίτη και Σάββατο, οπότε δεν έχω προλάβει να ξαναγεμίσω τις μπαταρίες μου. Κάτι υπάρχει στα σκαριά, αλλά σε πολύ αρχικό στάδιο.
Συνέντευξη: Ιφιγένεια Γιαννοπούλου