Αυτός είναι σήμερα ο πλήρης συσχετισμός σε ξηρά, αέρα και θάλασσα – Πού υπερτερεί η χώρα μας
Γράφειο Γεώργιος Σαρρής – www.newsbeast.gr
Στις Σχολές Πολέμου οι σπουδαστές αξιωματικοί μαθαίνουν από πολύ νωρίς την αξία ενός πολυσυζητημένου αξιώματος που γράφτηκε πριν από 16 ολόκληρους αιώνες στην «Στρατιωτική Επιτομή» του Λατίνου συγγραφέα Φλάβιου Βεγέτιου Ρενάτου: «Si vis pacem, para bellum» («Εάν επιθυμείς ειρήνη, να προετοιμάζεσαι για πόλεμο»).
Η φράση αποδίδει πλήρως το δόγμα που ακολουθούν πιστά εδώ και πολλά χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις έναντι της τουρκικής προκλητικότητας. Παρά την μνημονιακές πιέσεις, τα δημοσιονομικά προβλήματα και το μικρότερο γεωγραφικό μέγεθος που διαθέτουμε ως χώρα έναντι των εξ ανατολών γειτόνων μας, έχουμε καταφέρει να βρισκόμαστε σε απόλυτα αξιόμαχο επίπεδο καθώς ανέκαθεν φροντίζαμε να φυλάμε τα νώτα μας σε τέτοιο σημείο, ώστε η Ελλάδα να κατατάσσεται εδώ και χρόνια στα κράτη – μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τις υψηλότερες δαπάνες στο χώρο της άμυνας ως ποσοστό του Α.Ε.Π. Μαζί με την Εσθονία είμαστε δεύτεροι, με πολύ μικρή διαφορά πίσω από τη Λετονία.
Οι αλλεπάλληλες προκλητικές ενέργειες της Άγκυρας έχουν επαναφέρει στο προσκήνιο τη συζήτηση που αφορά το εάν και κατά πόσο υπάρχει τελικά ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, στην απευκταία περίπτωση που θα καλούμασταν να υπερασπιστούμε τα εδάφη μας με στρατιωτικά μέσα. Απευθυνθήκαμε σε επιτελείς του Υπουργείου Εθνικής Αμύνης που γνωρίζουν καλά τι συμβαίνει όχι μόνο στο εσωτερικό μέτωπο αλλά και στην αντίπερα όχθη του Αρχιπελάγους προκειμένου να μας σκιαγραφήσουν το προφίλ των δύο στρατών και να μας αποτυπώσουν όσο πιο απλά γίνεται το ισοζύγιο.
Καταρχάς άπαντες μας ξεκαθάρισαν ότι η Τουρκία στους περισσότερους τομείς σύγκρισης μπορεί να έχει μεν την αριθμητική υπεροχή (και είναι λογικό όταν αντιπαραβάλεις μια χώρα 10.760.000 κατοίκων όπως είναι η Ελλάδα έναντι μιας χώρας με πληθυσμό 81.257.000 όπως είναι οι γείτονές μας) ωστόσο ποιοτικά δεν υπάρχει τόσο μεγάλο χάσμα. Εάν εξαιρέσεις το ανθρώπινο δυναμικό (όπου η χώρα μας έχει 93.500 μόνιμο στρατιωτικό προσωπικό και κληρωτούς υπό τα όπλα ενώ η Τουρκία 260.200), οι δυνάμεις των αντίπαλων μονάδων δεν έχουν ιδιαίτερη σημαντική πλεονεκτική θέση, κάτι που σημαίνει πως κανείς δεν θα μπορούσε να προκαθορίσει και το αποτέλεσμα μιας τυχόν στρατιωτικής αναμέτρησης. Αντιθέτως, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί η πιθανότητα ευρέων απωλειών για την Άγκυρα αφού σε έναν πόλεμο συνυπολογίζονται πολλοί παράγοντες κάποιοι εκ των οποίων είναι αστάθμητοι. Συν τοις άλλοις σε μια σύρραξη δεν γνωρίζεις ποιοι μπορεί να συμμαχήσουν μαζί σου, σε ποιο βαθμό και με ποιες δυνάμεις. Επειδή όμως ως γνωστόν οι διεθνείς συμμαχίες δεν συνάπτονται εσαεί και αποτελούν απότοκο των συμφερόντων που εξυπηρετούν την ίδια τη χώρα που έρχεται να συνδράμει στην τεταμένη κατάσταση και όχι των δικών σου, καλό θα ήταν να βασίζεσαι πάντα στις δικές του δυνάμεις. Λαμβάνοντας τα παραπάνω ως γνώμονα, η ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας έχει ως εξής:
Στρατός ξηράς
Το πλεονέκτημα της Ελλάδος όσον αφορά την ξηρά είναι ότι έχει μικρή συνοριακή γραμμή με την Τουρκία. Τα μόνα χερσαία σύνορα είναι του Έβρου τα οποία η χώρα μας έχει εξοπλίσει επαρκώς. Άλλωστε σε αυτό βοηθάει και η μορφολογία του εδάφους αφού επί της ουσίας τα δύο κράτη χωρίζει ο ποταμός Έβρος οπότε είναι πιο εύκολη η απόκρουση μιας επίθεσης. Σε επίπεδο αρμάτων η Ελλάδα διαθέτει 1.328 και η Τουρκία 2.379. Ο αντίπαλος μπορεί να έχει μεν περισσότερα, ωστόσο η πλειοψηφία τους έχει σχεδιαστεί τη δεκαετία του 1960 και δεν καταγράφουν αξιοσημείωτη αναβάθμιση. Όσον αφορά τα σύγχρονα άρματα μάχης, υπάρχει ισορροπία καθώς αμφίπλευρα ο στρατός ξηράς διαθέτει τα αξιόπιστα γερμανικά Leopard 2.
Στα τεθωρακισμένα οχήματα μεταφοράς προσωπικού η Ελλάδα διαθέτει 2.567 ενώ η Τουρκία 3.636 τα οποία αναμένεται να πολλαπλασιάζει τα προσεχή χρόνια αφού έχει αναπτύξει σημαντική εγχώρια βιομηχανία.
Στα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης τα τελευταία έξι χρόνια η αναλογία δεν έχει αλλάξει. Εμείς έχουμε 398 και η απέναντι πλευρά 645.
Όσον αφορά τα αναγνωριστικά θωρακισμένα οχήματα η Ελλάδα διαθέτει 242 και η Τουρκία τα έχει μειώσει στα 250.
Συγκρίνοντας τα μεταγωγικά αεροσκάφη στρατού, η Ελλάδα διαθέτει 18 και η Τουρκία 49.
Στο τμήμα των ελικοπτέρων στρατού, η χώρα μας διαθέτει 168 (έχοντας προστεθεί και τα 38 μεταχειρισμένα ελικόπτερα OH-58 Kiowa) και η Τουρκία 330. Απ’ αυτά, τα 28 δικά μας είναι επιθετικά και της γείτονος τα 77. Τα υπόλοιπα είναι εκπαιδευτικά.
Στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (UAV) η Τουρκία έχει ξεκάθαρο πλεονέκτημα αφού στο στόλο της ανήκουν περίπου 160 (εξαιρουμένων των 500 drones) ενώ εμείς έχουμε 38 απαρχαιωμένα τύπου Sperwer, εκ των οποίων τα 7 είναι μισθωμένα έως το 2022 από το Ισραήλ.
Πολεμική αεροπορία
Η Πολεμική Αεροπορία της Τουρκίας αποδυναμώθηκε σημαντικά σε ποιοτικό επίπεδο ανδρών μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα τον Ιούλιο του 2016 κατά του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, αφού πολλοί πιλότοι «ξηλώθηκαν» από την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων επειδή θεωρήθηκαν οπαδοί του πολιτικού αντιπάλου, πρώην ιμάμη και συγγραφέα Φετουλάχ Γκιουλέν. Κύριο μαχητικό αεροσκάφος και των δύο χωρών είναι το αμερικανικό F-16 του οποίου εμείς διαθέτουμε τη νεότερη έκδοση (F-16 Block52+). Συνολικά υπάρχει σχετική ισορροπία καθώς η Ελλάδα διαθέτει 231 μαχητικά και η Τουρκία 308.
Ο συσχετισμός δυνάμεων όμως αναμένεται να αλλάξει άρδην μόλις έρθουν στην Ελλάδα τα συνολικά 18 υπερσύγχρονα γαλλικά μαχητικά αεροσκάφη Rafale. Με την απόκτησή τους, οι πιλότοι της Πολεμικής Αεροπορίας μας, θα έχουν τη δυνατότητα να πλήξουν τον εχθρό ακόμη και από απόσταση… 120 χιλιομέτρων (η μεγαλύτερη εμβέλεια που υπάρχει αυτή τη στιγμή στο δυτικό οπλοστάσιο), βάζοντας τέλος στις κλειστές αερομαχίες με τους Τούρκους. Μπορούν δηλαδή να ρίξουν όλους τους πυραύλους που έχουν στα πτερύγιά τους εναντίον του αντιπάλου, πριν καν να τον δουν στο οπτικό τους πεδίο. Δεν είναι τυχαίο ότι τα Rafale έχουν χαρακτηριστεί ως φονικές πτητικές μηχανές πολλαπλού ρόλου, που αντιμετωπίζονται πολύ δύσκολα.
Θυμίζουμε ότι από τη μοίρα των 18 αεροσκαφών που θα έρθουν στη χώρα μας, κάποια εκ των οποίων θα είναι μεταχειρισμένα και θα έρθουν γρηγορότερα στην Αθήνα, ενώ τα υπόλοιπα θα είναι καινούργια. Όλα μαζί, υπολογίζεται ότι θα μας στοιχίσουν περίπου 2,32 δισεκατομμύρια ευρώ.
Τα πρώτα έξι μεταχειρισμένα θα ξεκινήσουν να παραδίδονται περίπου τον Ιούνιο, με ρυθμό ένα αεροσκάφος ανά μήνα. Η επόμενη εξάδα που θα απαρτίζεται από ολοκαίνουργια μαχητικά θα παραληφθεί περίπου τον Αύγουστο του 2022 ενώ τα τελευταία 6 που θα είναι επίσης μεταχειρισμένα θα παραληφθούν Φεβρουάριο με Μάρτιο του 2023. Θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η πρώτη εξάδα υπολογίζεται να είναι ετοιμοπόλεμη περί τα τέλη του έτους, η δεύτερη στο τέλος του 2022 και η τρίτη το καλοκαίρι του 2023.
Όσον αφορά τα αναγνωριστικά αεροσκάφη εμείς έχουμε 28 και οι Τούρκοι έχουν 38, ενώ σε αεροσκάφη έγκαιρης προειδοποίησης διαθέτουμε 4 όπως και αυτοί. Σε επίπεδο μεταγωγικών αεροσκαφών έχουμε 23 έναντι 87 και σε επιθετικά ελικόπτερα 29 έναντι 94.
Προβληματισμός επικρατεί αναφορικά με τα αντιαεροπορικά – αντιπυραυλικά συστήματα. Η χώρα μας από τα τέλη της δεκαετίας του 1990 έχει εγκαταστήσει στην Κρήτη τους ρωσικούς πυραύλους S-300 (που αρχικά προορίζονταν για την προστασία της Κύπρου αλλά η Τουρκία είναι αντισταθεί σθεναρά στην προοπτική εγκατάστασής τους στη Μεγαλόνησο). Στην κατοχή μας έχουμε δύο πυροβολαρχίες S-300 PMU-1 με 12 εκτοξευτές και 96 βλήματα 48Ν6Ε1 που έχουν μέγιστη ακτίνα εμπλοκής τα 150 χιλιόμετρα. Από την Κρήτη, καλύπτουν ολόκληρο το νησί αλλά και τα Δωδεκάνησα, ακόμα και την ανατολική δίοδο προς την Κύπρο. Τα δε συνοδευτικά ραντάρ μπορούν να παρακολουθούν μέρος των παραλίων της Μικράς Ασίας.
Η απόκτηση από τη γειτονική χώρα όμως των νεότερων ρωσικών αντιαεροπορικών – αντιπυραυλικών συστοιχιών S-400 ανατρέπει την υπεροχή μας, καθώς τα νεότερα συστήματα έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες. Αντιμετωπίζουν κρυφές εχθρικές κινήσεις, διαθέτουν ισχυρότερο ραντάρ, μεγαλύτερη αντοχή σε παρεμβολές και σημαντικότερη εμβέλεια. Σύμφωνα με τα επίσημα χαρακτηριστικά που έχει δημοσιεύσει η Μόσχα, το σύστημα ραντάρ του S-400 μπορεί να ανιχνεύσει στόχους σε ακτίνα έως 600 χιλιομέτρων και έχει την δυνατότητα να παρακολουθεί ταυτόχρονα 300 στόχους που κινούνται με ταχύτητα έως 4.800 μέτρα ανά δευτερόλεπτο. Θεωρητικά μπορούν να πλήξουν αεροσκάφη σε ακτίνα περίπου 380 χιλιομέτρων.
Πολεμικό Ναυτικό
«Μέγα γαρ το της θαλάσσης κράτος» αναφέρει ο ιστορικός της αρχαιότητας Θουκυδίδης και σε αυτό ακριβώς το δόγμα επένδυαν ανέκαθεν οι Έλληνες ως ναυτικός λαός. Το καλό είναι ότι σε επίπεδο φρεγατών υπάρχει ακόμη και σήμερα αναλογικά ισορροπία καθώς διαθέτουμε 13 έναντι 19 της Τουρκίας με παρόμοιες πάνω – κάτω δυνατότητες και οπλισμό. Αμφότεροι διαθέτουμε γερμανικές φρεγάτες τύπου MEKO-200 (όπως είναι η «Φ/Γ Ύδρα», η «Φ/Γ Σπέτσες», η «Φ/Γ Ψαρά» και η «Φ/Γ Σαλαμίς») που έχουν ηλικία περίπου 30 ετών αλλά και άλλες ακόμη μεγαλύτερης ηλικίας (εμείς ολλανδικές Standard σαν τις Φ/Γ «Έλλη» και «Λήμνος» και η Τουρκία τις αμερικανικές O.H.Perry).
Ωστόσο, στον στόλο μας αναμένεται να ενταχθούν τουλάχιστον τέσσερις νέες φρεγάτες. Ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Ναυτικού, αντιναύαρχος Στυλιανός Πετράκης, έχει στα χέρια τους τις προτάσεις έξι χωρών που έχουν εκφράσει ενδιαφέρον για την κατασκευή της νέας ελληνικής φρεγάτας. Συγκεκριμένα, αξιολογούνται οι φρεγάτες που προσφέρονται από τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Ολλανδία, τη Γερμανία, την Αγγλία, την Ισπανία και την Ιταλία. Θυμίζουμε πως οι Γάλλοι προτείνουν τις πανίσχυρες Belh@rra, οι Αμερικανοί τις MMSC, οι Ολλανδοί τις SIGMA 115, οι Γερμανοί τις A200 και A300 μαζί με 2 υποβρύχια Type 214, οι Άγγλοι τις φρεγάτες Type 31, οι Ισπανοί τις F110 και οι Ιταλοί τις FREMM, σχεδίασης της εταιρείας Fincantieri.
Θα πρέπει να έχουμε επίσης κατά νου ότι υπερέχουμε αριθμητικά σε πυραυλάκατους αφού με την πρόσφατη ένταξη των ΤΠΚ «Καραθανάσης» και «Βλαχάκος» στον στόλο φτάσαμε τις 35 έναντι 34 της Τουρκίας.
Την ίδια ώρα στην αντίπερα όχθη του Αιγαίου διαθέτουν 10 σύγχρονες κορβέτες εγχώριας σχεδίασης ενώ εμείς καμία. Τα περιπολικά μας είναι 33 έναντι 41, τα αποβατικά 20 έναντι 35.
Πλεονέκτημα διαθέτουμε στα υποβρύχια που όπως τονίζουν οι γνωρίζοντας στο Υπουργείο Εθνικής Άμυνας «έκαναν εξαιρετική δουλειά καθ’ όλη τη διάρκεια της ελληνοτουρκικής κρίσης το περσινό καλοκαίρι που τα πλοία των δύο χωρών είχαν λάβει θέσεις εμπλοκής στο Αιγαίο». Στο στόλο μας έχουν ενταχθεί 4 γερμανικά υποβρύχια Type-214 που θεωρούνται τα πιο σύγχρονα στον κόσμο και συνολικά διαθέτουμε 11 έναντι 12 της Τουρκίας.
Όσον αφορά την ναυτική αεροπορία, η χώρα μας διαθέτει 5 αεροσκάφη τύπου P-COrion κατά υποβρυχίων και η Τουρκία 16 εκ των οποίων τα 6 είναι περιπολικά και τα 7 ελαφρά μεταφορικά. Τέλος, τα ελικόπτερα του Πολεμικού Ναυτικού είναι 20 για εμάς και 29 για την Τουρκία.