Την ώρα που ξένοι ηγέτες υποκλίνονται στον άνθρωπο που άλλαξε τον κόσμο, όπως σχολιάζουν σήμερα τα διεθνή ΜΜΕ, αναφερόμενα στον θάνατο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, το CNN αναλύει τους λόγους για τους οποίους, ο Σοβιετικός ηγέτης που έβαλε τέλος στον Ψυχρό Πόλεμο και θεωρείται ήρωας στο εξωτερικό, έγινε παρίας στην πατρίδα του.
Ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης απεβίωσε χθες σε ηλικία 91 ετών, την ώρα που η Ουάσιγκτον και το Κρεμλίνο βρίσκονται αντιμέτωπες με αφορμή τον πόλεμο του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία.
Ο Ρώσος πρόεδρος, σχολιάζει το CNN, ξεκίνησε εν μέρει την εισβολή στην Ουκρανία στις 24 Φεβρουαρίου για να εκδικηθεί τη σοβιετική κατάρρευση που επισπεύσθηκε από την κυριαρχία του Γκορμπατσόφ.
Είναι δύσκολο να κατανοήσουμε τι σήμαινε ο Γκορμπατσόφ για τους δυτικούς τη δεκαετία του 1980, μετά από μια από τις πιο επικίνδυνες περιόδους αντιπαράθεσης μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Μετά από γενιές αυστηρών, εχθρικών, σκληροπυρηνικών και ηλικιωμένων ηγετών του Κρεμλίνου, ο «Γκόρμπι» ήταν νέος, σύγχρονος και φρέσκο πρόσωπο- οραματιστής και μεταρρυθμιστής.
Ο Γκορμπατσόφ ενέπνευσε την ελπίδα ότι η πυρηνική αναμέτρηση που στοίχειωσε τον κόσμο στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα δεν θα κατέληγε στην καταστροφή του πολιτισμού.
Ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρίγκαν και η Βρετανίδα «αδελφή ψυχή του», Μάργκαρετ Θάτσερ, προς τιμήν τους συνειδητοποίησαν όπως είχε πει τότε η «σιδηρά κυρία» της Βρετανίας για τον Σοβιετικό ηγέτη ότι : «Μπορούμε μαζί να κάνουμε μαζί μπίζνες».
Όλοι θυμούνται την ημέρα που ο Ρίγκαν επισκέφθηκε το Βερολίνο και με φόντο την Πύλη του Βρανδεμβούργου – που είχε παραμορφωθεί από το άσχημο και απάνθρωπο τσιμεντένιο φράγμα μεταξύ Ανατολής και Δύσης – είπε: «Κύριε Γκορμπατσόφ, γκρεμίστε αυτό το τείχος».
Ήταν μια από τις πιο εμβληματικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας των ΗΠΑ. Εκείνη την εποχή, λίγοι άνθρωποι πίστευαν ότι αυτό ήταν εφικτό. Μάλιστα, ορισμένοι σύμβουλοι στον Λευκό Οίκο θεώρησαν τα σχόλιά του υπερβολικά προκλητικά και προσπάθησαν να μεταπείσουν τον Ρίγκαν. Αλλά τελικά, σε μια πράξη μεγάλης ανθρωπιάς, ο Γκορμπατσόφ γκρέμισε αυτό το τείχος.
Ύστερα από επανειλημμένες συνομιλίες για τη μείωση του ελέγχου των πυρηνικών όπλων και συναντήσεων με δυτικούς ηγέτες, ο Γκορμπατσόφ έγινε ήρωας στη Δύση.
Αλλά αποφάσισε να μην επέμβει με στρατιωτική δύναμη όταν ξέσπασαν λαϊκές εξεγέρσεις εναντίον κομμουνιστικών καθεστώτων στις χώρες που ανήκουν στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας το 1989 που οδήγησαν στην απελευθέρωση της Ανατολικής Ευρώπης, την πτώση του Σιδηρού Παραπετάσματος, το τέλος του Ψυχρού Πολέμου και την επανένωση της Γερμανίας.Το Σύμφωνο της Βαρσοβίας δημιουργήθηκε στις 14 Μαΐου του 1955 ως απάντηση στο ΝΑΤΟ, ήταν η στρατιωτική συμμαχία επτά κομμουνιστικών χωρών απέναντι στην Βορειοαταλαντική Συμμαχία που είχε συγκροτηθεί το 1949 στην Ουάσιγκτον μεταξύ των ΗΠΑ και 12 ευρωπαϊκών χωρών. Αφορμή του συγκεκριμένου εγχειρήματος αποτέλεσε ο φόβος της πιθανής απειλής από τις χώρες της δύσης και κυρίως από την απειλή της Δυτικής Γερμανίας, η οποία πρόσφατα είχε ανακτήσει το δικαίωμα στρατιωτικού εξοπλισμού. Έτσι, οι χώρες με κομμουνιστικά καθεστώτα σε κεντρική και ανατολική Ευρώπη οργάνωσαν μια στρατιωτική συμμαχία, η οποία είχε κατά κύριο λόγο αμυντικό χαρακτήρα, με την ονομασία Σύμφωνο της Βαρσοβίας.
Κι ενώ θεωρείτο ήρωας στη Δύση, έγινε παρίας στην ίδια την πατρίδα του.
Αρχίζει και ξεχνιέται στη χώρα του ότι στόχος του δεν ήταν απαραίτητα να διαλύσει την κομμουνιστική Σοβιετική Ένωση. Από πολλές απόψεις, η θητεία του ταυτίστηκε από δεκαετίες οικονομικής παρακμής του κομμουνιστικού συστήματος και τον εξαντλητικό αντίκτυπο μιας κούρσας πυρηνικών εξοπλισμών με τη Δύση.
Αλλά προσπαθώντας να διασώσει το σύστημα, πυροδότησε δυνάμεις που το κατέστρεψαν. Η επιρροή του προκάλεσε συνέπειες που θα μπορούσαν να γίνουν αισθητές ακόμα και την ημέρα του θανάτου του , με τη Μόσχα και τη Δύση να βρίσκονται σε διαμάχη ψυχροπολεμικού χαρακτήρα.
Στο εσωτερικό, ο Γκορμπατσόφ είχε δύο πρωταρχικές ιδέες, το glasnost (πολιτική διαφάνεια της ΕΣΣΔ και την περεστρόικα (αναδιάρθρωση).
Η ταχεία κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, έφερε ακραίες οικονομικές συνθήκες, αταξία και πλήγμα στην εθνική υπερηφάνεια. Όλα αυτά προστέθηκαν στις συνθήκες που τελικά κατέστησαν έναν ισχυρό πολιτικό άνδρα όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, να γίνει ελκυστικός για πολλούς Ρώσους.
Τη στιγμή που ο Γκορμπατσόφ αρνήθηκε να στείλει τον Κόκκινο Στρατό στην Ανατολική Ευρώπη για να σώσει το κομμουνιστικό μπλοκ, ο Πούτιν βρισκόταν στην KGB της Ανατολικής Γερμανίας και ένιωσε ότι η Μόσχα άρχισε να ερημώνει. Είδε την κατάρρευση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας ως καταστροφή της ιστορίας. Και μόλις ο Πούτιν ανέλαβε την εξουσία, άρχισε να αποκαθιστά το πληγωμένο ρωσικό εθνικό κύρος.
Σήμερα η διεθνής κοινότητα βρίσκεται αντιμέτωπη μ’ έναν ηγέτη στο Κρεμλίνο, ο οποίος σε αντίθεση με τον Γκορμπατσόφ, είναι έτοιμος να ξαναφτιάξει τον χάρτη της Ευρώπης δια της βίας — με εκατομμύρια στην Ανατολική Ευρώπη να ζουν τώρα ουσιαστικά την κληρονομιά του Γκορμπατσόφ σε δημοκρατικές, ελεύθερες κοινωνίες.
Η διακυβέρνηση του Γκορμπατσόφ είχε και κάποια μελανά σημεία από δυτικής σκοπιάς. Έστειλε τανκς στη Λιθουανία για να συντρίψει τις ελπίδες ανεξαρτησίας στις χώρες της Βαλτικής το 1991, μήνες προτού αποχωρήσει από την εξουσία. Και του απαγόρευσαν την είσοδο στην Ουκρανία επί πέντε χρόνια αφού υποστήριξε την προσάρτηση της Κριμαίας από τον Πούτιν.
Αλλά μέχρι τις τελευταίες ημέρες της ζωής του ο Γκορμπατσόφ κατήγγειλε τις υπερβολές του Πούτιν και ταξίδευε ανά τον κόσμο προειδοποιώντας για τον κίνδυνο της κατάρρευσης των σχέσεων μεταξύ των δύο κορυφαίων πυρηνικών δυνάμεων του κόσμου.
Το ότι θα τον θυμούνται ως γίγαντα στη Δύση και ως παρία στην πατρίδα του αντικατοπτρίζει το χάσμα στην κατανόηση της κληρονομιάς που αφήνει εμπειρία και δηλητηριάζει ξανά τις σχέσεις Ανατολής-Δύσης.
Ο Γκορμπατσόφ δεν έπαψε ποτέ να θρηνεί την αγαπημένη του σύζυγο, Ράισα, η οποία πέθανε από λευχαιμία το 1999. Τώρα, βρίσκεται κοντά της . Τον περασμένο Ιούνιο, το ρωσικό ειδησεογραφικό portal «Mash» έγραφε ότι ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, υποβάλλεται σε αιμοκάθαρση υποφέροντας από σοβαρό πρόβλημα στους νεφρούς.
Ο 91χρονος «Γκόρμπι» βρισκόταν υπό ιατρική παρακολούθηση τα τελευταία χρόνια καθώς τα προβλήματα υγείας του κατά καιρούς επιδεινώνονταν.
Όπως ανέφερε η γερμανική εφημερίδα «Bild», ο Γκορμπατσόφ είχε διαβήτη, τον οποίο όμως δεν μπορούσε να ελέγξει, με αποτέλεσμα το 2019 να νοσηλευτεί επί αρκετούς μήνες.
Επιπλέον, τα 90ά του γενέθλια τον Μάρτιο του 2021 τα γιόρτασε σε μία κλινική στη Μόσχα. Στην ίδια κλινική νοσηλεύτηκε κι όταν είχε προσβληθεί από κορωνοϊό.
Το 2017, ο 85χρονος τότε Γκόρμπι είχε δηλώσει στο περιοδικό «Time» σχολιάζοντας την κούρσα εξοπλισμών μεταξύ Ρωσίας – ΝΑΤΟ ότι, ο κόσμος προετοιμάζεται για πόλεμο.
Πέντε χρόνια αργότερα, ο διάδοχός του και πρόεδρος της Ρωσίας, Βλαντιμίρ Πούτιν βομβαρδίζει την Ουκρανία. Παντού, εκτός από τη Ρωσία, θα θυμόμαστε τον «Γκόρμπι» ως μια από εκείνες τις σπάνιες πολιτικές προσωπικότητας, που ο χαρακτήρας αλλά και το όραμά τους άλλαξαν πραγματικά τον κόσμο.
Το παιδί αγροτών που έγινε ηγέτης της ΕΣΣΔ
Πλήρης ημερών και πολιτικών συγκινήσεων, έφυγε χθες από τη ζωή στα 91 του χρόνια ο τελευταίος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ρίχνοντας οριστικά αυλαία στην ιστορική φάση του υπαρκτού σοσιαλισμού για τη Ρωσία. Αν και ο ίδιος διετέλεσε Γενικός Γραμματέας του Κ.Κ.Σ.Ε μόλις έξι χρόνια, (δηλαδή από το 1985-1991), η καθοριστική συμβολή του, ωστόσο, στον πυρηνικό αφοπλισμό, στην εξομάλυνση των αμερικανοσοβιετικών σχέσεων, αλλά και στην εξωστρέφεια και τη χαλάρωση του καταπιεστικού σοβιετικού καθεστώτος, τον κατέστησαν ιδιαίτερα δημοφιλή στις τάξεις εκατομμυρίων πολιτών ανά τον πλανήτη.
Παιδί αγροτικής οικογένειας από το Πριβόλνογιε της Σταυρούπολης με μικτή (ρωσική και ουκρανική) καταγωγή, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ διάνυσε με μεθοδικότητα και στοχοπροσήλωση την απόσταση που χώριζε την αχανή σοβιετική κομματική βάση από τη γραφειοκρατική κορυφή του Πολιτικού Γραφείου του Κ.Κ.Σ.Ε, αποκτώντας για πρώτη φορά κομματική ιδιότητα στην τοπική Κομσομόλ, πάντα σταθερά προσανατολισμένος στη γραμμή της «αποσταλινοποίησης». Στις υπόλοιπες σταθερές της ζωής μετρά κανείς τη σχέση ζωής με τη σύζυγό του, Ραίσα Τιταρένκο, με την οποία παντρεύτηκαν το 1953 όντας αμφότεροι φοιτητές, με τον θάνατό της να καταβάλει ψυχικά τον πρώην ισχυρό ηγέτη τα τελευταία χρόνια. Πρωτίστως, όμως, η ανάγκη του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ να εκσυγχρονίσει το σοβιετικό καθεστώς αποτέλεσε σημείο καμπής για όλο το διεθνές σύστημα, σε βαθμό που τα μηνύματα ξένων ηγετών και προσωπικοτήτων για την απώλειά του να κατακλύζουν από χθες το διαδίκτυο.
Παρότι η αδιαμφισβήτητη πολιτική του ισχύς τον συνέδεε με την εικόνα του κραταιού και στιβαρού ηγέτη, απόμακρου ως υπεύθυνου για τις τύχες εκατομμυρίων ανθρώπων, εντούτοις ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ δεν έχασε ποτέ το χαμόγελό του. Επέμεινε, αντίθετα, να εκπέμπει πραότητα, ευγένεια και αισιοδοξία, ακόμη και όταν η συζήτηση με τους υπόλοιπους ηγέτες του πλανήτη περιστρεφόταν είτε γύρω από την αποτροπή μιας πυρηνικής σύρραξης, είτε γύρω από την έκβαση του Ψυχρού Πολέμου, που ο ίδιος «θέρμανε» ανέλπιστα πολύ για τους Δυτικούς, ανοίγοντας δρόμους συνεργασίας και αλληλοκατανόησης με τις ΗΠΑ. Ακόμη, ανάμεσα στις προσωπικές του αδυναμίες του πρώην σοβιετικού ηγέτη προέβαλε η συγκέντρωση δεκάδων βιβλίων από κοινού με τη σύζυγό του Ράισα, τη στιγμή που η «Περεστρόικα», το ομώνυμο με τις μεταρρυθμίσεις βιβλίο του, σημείωσε εκδοτικό ρεκόρ σε δεκάδες χώρες παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Το διεθνές εκτόπισμα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ σε συνδυασμό με την άψογη ανάγνωσή του για τη χρονική συγκυρία στα τέλη της δεκαετίας του ‘80, τον κινητοποίησαν άμεσα στην κατεύθυνση της «αναστήλωσης» του σοβιετικού καθεστώτος, το οποίο άρχιζε να εμφανίζει σοβαρές ρωγμές, αφού αδυνατούσε να παρακολουθήσει τις οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές της εποχής. Με αυτά τα δεδομένα, η εξωστρεφής και μεταρρυθμιστική αντίληψη που κομίζει ο νέος τότε σοβιετικός ηγέτης το 1985, γίνεται εξώφυλλο στο περιοδικό TIME, φέρνοντάς τον στο παγκόσμιο προσκήνιο.
Οι ρίζες της πτώσης
Τα επίπεδα δημοτικότητας του Γ.Γραμματέα του Κ.Κ.Σ.Ε., ωστόσο, εκτοξεύονται στο δυτικό κόσμο, όταν ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ εμφανίζεται δεκτικός στο να καθίσει στο τραπέζι των συνομιλιών με τις ΗΠΑ για την αποκλιμάκωση των διμερών τους σχέσεων, σε μια περίοδο που η υπαρξιακή προοπτική της χώρας του υπήρξε εξαιρετικά δυσοίωνη.
Η παραπάνω επιλογή υπέκρυπτε, στην πραγματικότητα, την αδυναμία της Σοβιετικής Ένωσης να παρακολουθήσει το ράλι εξοπλισμών, το οποίο είχε ξεκινήσει από τις αρχές της δεκαετίας του ’80 με πρωτεργάτη τον τότε Πρόεδρο των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρέιγκαν, ασκώντας αφόρητες οικονομικές πιέσεις στη ρωσική οικονομία. Παράλληλα, οι υψηλές αμυντικές δαπάνες επέφεραν δραστικές κοινωνικές περικοπές για την εξυπηρέτησή τους, γεγονός που έκανε την κοινωνική βάση να δυσφορεί, ενώ η περαιτέρω ενίσχυση της στρατιωτικής ισχύος μέσω των πανάκριβων εξοπλισμών είχε ως αποτέλεσμα να ενταθεί η αντισοβιετική συσπείρωση. Επιπλέον, το σοβιετικό ολοκληρωτικό καθεστώς αδυνατούσε να καλύψει τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού του, ενώ το σχεδιασμένο κεντρικά σύστημα παραγωγής έμοιαζε παρωχημένο, καθώς στερείτο παραγωγικότητας και εφευρετικότητας.
Για την εκρηκτική εσωτερική κατάσταση στη Ρωσία, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ δε δίστασε να δρομολογήσει την αλλαγή σελίδας στις αμερικανοσοβιετικές σχέσεις μέχρις ότου να επανέκαπτε η οικονομία της χώρας του, αν και οι εσωτερικές μεταρρυθμίσεις του δεν απέδωσαν εντελώς τα αναμενόμενα. Αιτία η άρνησή του να εισάγει το στοιχείο της ελεύθερης αγοράς στο σοβιετικό παραγωγικό μοντέλο, σε αντίθεση με την Κίνα, αλλά και ο πόλεμος κατά της ενδημικής διαφθοράς που εξαπέλυσε στον κρατικό σοβιετικό παραγωγικό μηχανισμό, βάζοντας για παράδειγμα Ρώσους στις θέσεις ντόπιων στην κορυφή των περιφερειακών κομμουνιστικών κομμάτων. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να ενταθεί η άποψη περί «πρωσικής αποικιοκρατίας» και να ξεσπάσουν οι πρώτες ταραχές στο Καζακστάν το 1986. Επί της ουσίας, οι μεταρρυθμίσεις του απελευθέρωσαν σαρωτικές δυνάμεις στη σοβιετική κοινωνία, ενώ οδήγησαν στη σχετικά αναίμακτη κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1991, για την οποία οι πολέμιοι του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, του καταλογίζουν ότι φέρει ακέραια την ευθύνη της. Όταν, ωστόσο, ο τότε Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρόναλντ Ρέιγκαν συνειδητοποιεί το 1986 την αλλαγή γραμμής πλεύσης από του Γκορμπατσόφ, βλέποντας να αναζητείται ένα κοινό παράθυρο ευκαιρίας για τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου, επιχειρείται για πρώτη φορά η σύγκληση μεταξύ των δύο πλευρών στο Ρέικιαβικ, όπου οι δυο ηγέτες συζητούν μάλλον …ρομαντικά το ενδεχόμενο και να καταστρέψουν αμφότεροι ολοσχερώς τα πυρηνικά τους.
Ένα χρόνο μετά, αποφασίζουν περιορισμό ενδιάμεσων πυρηνικών πυραύλων στην Ευρώπη, ενώ με ώθηση από τη θετική ανταπόκριση του Προέδρου των ΗΠΑ, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αποφασίζει να απαντήσει δυναμικά στο εσωτερικό πρόβλημα της χώρας του. Επικεντρώνεται έκτοτε στην γκλάσνοστ (διαφάνεια) και στην περεστρόικα (ανασυγκρότηση) περιθωριοποιώντας τις ακραίες αντιαμερικανικές φωνές. Από πλευράς του, ο Ρόναλντ Ρέιγκαν μεταβαίνει τον επόμενο χρόνο στο Βερολίνο και προκαλεί δημόσια τον σοβιετικό ηγέτη, λέγοντάς του «Κύριε Γκορμπατσόφ, ρίξτε αυτό το τείχος!».
Οι μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ, άλλωστε, είχαν αρχίσει να δημιουργούν μεγάλες ρωγμές στο ιδεολογικό τείχος μεταξύ Δύσης και Σοβιετικής Ένωσης, παρότι η χαλάρωση των καταπιεστικών μηχανισμών του σοβιετικού καθεστώτος ήταν η μόνη σανίδα σωτηρίας του από την οριστική παρακμή.
Υπό το φόβο της σοβιετικής κατάρρευσης, ο επόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζορτζ Μπους είχε προειδοποιήσει με τη σειρά του τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην πρώτη επίσκεψη του σοβιετικού ηγέτη τον Δεκέμβριο του 1987 στις ΗΠΑ (σε κατ’ ιδίαν συνομιλία τους) πως η προεκλογική ρητορική του το 1988 δεν θα ήταν δηλωτική των πραγματικών προθέσεών του, πληροφορία που κατά τον Γκορμπατσόφ, όπως είπε αρκετά χρόνια μετά, ήταν η σημαντικότερη συνομιλία του με τον Πρόεδρο Μπους.
Έτσι, όταν ο Πρόεδρος των ΗΠΑ συμφώνησε να συναντήσει τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στην Μάλτα τον Δεκέμβριο του 1989, με σκοπό να συνάψουν συμφωνία για την δραστική μείωση του διηπειρωτικού πυρηνικού τους οπλοστασίου, το παιχνίδι είχε ήδη κριθεί. Κεντρικός στόχος, άλλωστε, του Προέδρου Μπους ως προς τη συνεργασία τους, ήταν να μην επικρατήσουν οι «σκληροπυρηνικοί» σοβιετικοί στην Μόσχα, παρεμποδίζοντας τα νομοσχέδια προς ψήφιση.
Αλλά και όταν το τείχος του Βερολίνου έπεσε, σκόρπισε ευφορία όλους τους Αμερικανούς, πλην ενός, δηλαδή του Προέδρου Μπους. «Είμαι πολύ ευχαριστημένος. Και είμαι πολύ ευχαριστημένος για πολλές άλλες εξελίξεις», σχολίασε χαρακτηριστικά ο κ. Μπους, καθώς δεχόταν τα πυρά των συντηρητικών στις ΗΠΑ για τη χλιαρή του δήλωση, η οποία όμως απέβλεπε στο να μην αποδυναμώσει τον Γκορμπατσόφ, ώστε εκείνος με τη σειρά του να καταστεί όμηρος των «σκληροπυρηνικών» της Μόσχας. Οι τελευταίοι κατηγορούσαν τον σοβιετικό ηγέτη ότι έφερε την ιστορική ευθύνη της υποχώρησης της σοβιετικής σφαίρας επιρροής, θέτοντας σε κίνδυνο τη σοβιετική ασφάλεια και παρομοιάζοντάς τον με «νεκροθάφτη».
Στην τελευταία, μεγάλη και δημόσια παρέμβασή του, ωστόσο, ο Σοβιετικός ηγέτης ζήτησε τον Φεβρουάριο του 1990 ως όρο για την επανασύνδεση, η ενιαία Γερμανία να βγει από το ΝΑΤΟ και να παραμείνει ουδέτερη, αλλά συνάντησε την άρνηση των ΗΠΑ και της Γερμανίας. Στην πραγματικότητα, ο ίδιος δεν μπορούσε να επιβάλει όρους, ούτε και να εμποδίσει την επανένωση με στρατιωτικά μέσα. Στον αντίποδα, μαζί με τους ηγέτες της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας αποφάσισαν τον Οκτώβριο του 1991 τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Στα χρόνια μετά την ΕΣΣΔ, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ προτίμησε την φιλανθρωπική από την πολιτική δράση, δίνοντας διαλέξεις για τη συντήρηση του ιδρύματος του. Εκτός από τις εμπειρίες του για τις ημέρες του υπαρκτού σοσιαλισμού, ο Ρώσος πρώην πολιτικός έγινε πριν λίγα χρόνια το πρόσωπο της διαφημιστικής καμπάνιας του γαλλικού οίκου μόδας Louis Vuitton, όπως και της αλυσίδας Pizza Hut, έχοντας μάλλον πεισθεί για τον καπιταλισμό.
protothema.gr