Η ζήτηση βαμβακιού είναι μεγάλη, με την κατανάλωση να αυξάνεται κατά 4% ώστε να φτάσει το υψηλότερο επίπεδο κάθε άλλης χρονιάς, που είναι οι 27,5 εκατ. τόνοι μέσα στην περίοδο 2018-2019, σύμφωνα με την τελευταία έκθεση της Διεθνούς Συμβουλευτικής Επιτροπής Βάμβακος (ICAC). Την ίδια στιγμή, οι τιμές έχουν σταθεροποιηθεί και παραμένουν υψηλότερες από τον μέσο όρο της χρονιάς των 88 σεντς ανά λίβρα, έπειτα από την πτώση της τιμής από τα 101,7 σεντς ανά λίβρα που ήταν στα μέσα Ιουνίου στα 92 σεντς ανά λίβρα στις αρχές Ιουλίου.
Πάντως, η δυνατότητα να εκμεταλλευτούν οικονομικά οι αγρότες την υψηλή ζήτηση του προϊόντος είναι περιορισμένη εξαιτίας των σημαντικών κλιματικών δυσχερειών και της περιορισμένης διαθεσιμότητας νερού. Για τον λόγο αυτό, οι καλλιεργήσιμες εκτάσεις βαμβακιού για το 2018-2019 αναμένεται να μειωθούν στις χώρες με μεγάλη παραγωγή, μεταξύ των οποίων είναι η Ινδία, η οποία θα καλλιεργήσει 119 εκατ. στρέμματα, 3% λιγότερα σε σχέση με πέρυσι και οι ΗΠΑ που θα καλλιεργήσουν 42,5 εκατ. στρέμματα, έκταση μικρότερη κατά 5%. Από την άλλη οι εκτάσεις θα παραμείνουν σταθερές στα 33 εκατ. στρέμματα στην Κίνα.
Ειδικότερα, αν και οι δασμοί της Κίνας στο αμερικανικό βαμβάκι ενίσχυσαν την πτωτική τάση διεθνών τιμών από το υψηλότερο επίπεδο της περιόδου, τα 101,7 σεντς ανά λίβρα, η ισχυρή ζήτηση στην Ασία και στην Νοτιοανατολική Ασία, βοήθησαν τις τιμές να ανακάμψουν στις αρχές του Αυγούστου. Συνήθως, οι υψηλές τιμές συμβάλουν σε μια αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων, όμως οι αν μη τι άλλο καθόλου ευνοϊκές κλιματικές συνθήκες, και η μειωμένη διαθεσιμότητα νερού, αναμένεται να προκαλέσουν μείωση των καλλιεργούμενων εκτάσεων σε αρκετές από τις βασικές χώρες παραγωγούς την περίοδο 2018/19.
Οι άσχημες εμπορικές σχέσεις ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ, δείχνουν ελάχιστα σημάδια βελτίωσης και η μεταξύ τους ένταση θα μπορούσε να κλιμακωθεί περαιτέρω στο προσεχές διάστημα, προκαλώντας σημαντικές μεταβολές στο διεθνές εμπόριο. Οι δασμοί 25% στο αμερικανικό βαμβάκι της Κίνας, θα μπορούσαν να αναγκάσουν τις ΗΠΑ, τον μεγαλύτερο εξαγωγές του προϊόντος, στην αναζήτηση νέων αγορών, ενώ την ίδια στιγμή άλλοι σημαντικοί εξαγωγείς, όπως η Βραζιλία, αναμένεται να καλύψουν το κενό της προσφοράς στην Κίνα, αυξάνοντας τις αποστολές στην χώρα της Ασίας, η οποία είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας παγκοσμίως.
Την περίοδο 2017-2018 η παγκόσμια παραγωγή αυξήθηκε κατά 16% και έφτασε τους 26,87 εκατ. τόνους, με την αύξηση να συντελείται σε όλες τις βασικές χώρες-παραγωγούς που είναι η Ινδία, η Κίνα, οι ΗΠΑ, η Βραζιλίας, το Πακιστάν, η Δυική Αφρική, η Τουρκία, η Αυστραλία και το Ουζμπεκιστάν. Οι αυξήσεις αυτές ωστόσο είναι το αποτέλεσμα της αύξησης των εκτάσεων αλλά και των καλών καιρικών συνθηκών, αφού οι παγκόσμιες αποδόσεις σημείωσαν μια αύξηση της τάξης του 1%.
Η παγκόσμια παραγωγή για την περίοδο 2018-2019 εκτιμάται προς το παρόν στους 25,9 εκατ. τόνους, κάτι που σημαίνει μείωση κατά 4%. Από την άλλη η παγκόσμια κατανάλωση αναμένεται να αυξηθεί κατά 4% στους 27,5 εκατ. τόνους.
Με την παγκόσμια κατανάλωση σε αυτά τα πρωτόγνωρα επίπεδα, οι πίεση των αγορών αναμένεται να μειώσει τα παγκόσμια αποθέματα κατά 1,6 εκατ. τόνους για να κλείσει η περίοδος 2018-2019 στους 17,7 εκατ. τόνους. Τα αποθέματα της Κίνας αναμένεται να μειωθούν ια Πέμπτη συνεχόμενη χρονιά στους 7,5 εκατ. τόνους, ενώ τα αποθέματα στις υπόλοιπες χώρες αναμένεται να παραμείνουν σταθερά στους 10.1 τόνους.