Ο Εγκέλαδος είναι συχνός “μουσαφίρης” στην Κρήτη, αρκετές φορές με πολύ άγριες διαθέσεις. Όμως έχει πολλά πρόσωπα, με πιο επικίνδυνο εκείνο των λεγόμενων σεισμών ενδιάμεσου βάθους, που αρκετές φορές στο παρελθόν έχουν χτυπήσει ανελέητα το νησί μας. Μια απειλή που βρίσκεται στο “μικροσκόπιο” των επιστημόνων λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών που έχουν οι σεισμικές δονήσεις αυτού του τύπου και μας αφορά άμεσα, καθώς οι πιο επικίνδυνες ζώνες για τη γένεση αυτού του τύπου των σεισμών στη χώρα είναι η Κρήτη, η Ρόδος και η Πελοπόννησος.
Οι σεισμοί αυτοί, όπως μας εξήγησε ο διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, πρόεδρος του Συστήματος Προειδοποίησης για Τσουνάμι στον Βορειοανατολικό Ατλαντικό και τη Μεσόγειο, της UNESCO και υποψήφιος ευρωβουλευτής με το Ποτάμι, δρ. Γεράσιμος Παπαδόπουλος, γίνονται σε βάθη μεγαλύτερα των 50 χιλιομέτρων και τους συναντάμε σε όλες τις περιοχές του κόσμου όπου έχουμε σύγκρουση λιθοσφαιρικών πλακών και καταβύθιση της μίας κάτω από την άλλη, μια από τις βασικές γενεσιουργούς αιτίες των σεισμών.
Στη δική μας περίπτωση, η Αφρικανική πλάκα καταβυθίζεται κάτω από την Ευρασιατική με κατεύθυνσή από Νότο προς Βορρά, δηλαδή από το Νότιο Κρητικό πέλαγος προς το Αιγαίο. Σε αντίθεση με τους επιφανειακούς σεισμούς, που έχουν εστιακό βάθος ως τα 50 χιλιόμετρα και απελευθερώνουν σεισμική ενέργεια που διαδίδεται περίπου ομοιόμορφα προς όλες τις κατευθύνσεις, οι ενδιάμεσου βάθους έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, που τους καθιστούν εξαιρετικά επικίνδυνους.
Σύμφωνα με τον δρ. Γεράσιμο Παπαδόπουλο, η σεισμική ενέργεια που απελευθερώνουν αυτού του είδους οι σεισμοί δεν διαδίδεται ομοιόμορφα αλλά επιλεκτικά, από τις εστίες των σεισμών στον χώρο του νότιου Αιγαίου προς την πλευρά της Μεσογείου, δηλαδή προς την Κρήτη, τα Δωδεκάνησα και ακόμη μακρύτερα στη Βόρεια Αίγυπτο, λειτουργώντας σαν “μεγεθυντικός φακός”.
Αυτός είναι ο λόγος που, όταν οι σεισμοί αυτοί έχουν μεγάλο μέγεθος πάνω από 7 ρίχτερ γίνονται εξαιρετικά καταστροφικοί στις συγκεκριμένες περιοχές. Επιπλέον, στους επιφανειακούς σεισμούς η θάλασσα αποδεικνύεται σωτήρια καθώς, ώσπου να μεταφερθεί η ενέργεια στην ξηρά, έχει εξασθενήσει. Στην περίπτωση όμως των σεισμών ενδιάμεσου βάθους τα πράγματα είναι διαφορετικά. Καταστροφικός σεισμός αυτού του είδους έχει να συμβεί από την ισχυρή δόνηση του 1926. Και εδώ βρίσκεται το πρόβλημα.
Αφενός, όπως είχε σημειώσει σε πρόσφατη συνέντευξή του στη “Νέα Κρήτη” ο δρ. Γεράσιμος Παπαδόπουλος, «ισχύει μια γενική αρχή, που λέει ότι, όσο μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα από τον προηγούμενο σεισμό, τόσο μεγαλύτερη είναι η πιθανότητα να πλησιάζουμε προς τον επόμενο», και αφετέρου με δεδομένο ότι μας χωρίζουν από την τελευταία καταστροφική επέλαση του Εγκέλαδου 93 χρόνια, έχει αλλάξει ριζικά το δομημένο περιβάλλον.
Πριν από εννέα δεκαετίες, οπότε καταγράφηκε ο τελευταίος καταστροφικός σεισμός ενδιάμεσου βάθους στην Κρήτη, τα κτήρια που κυριαρχούσαν στο τοπίο ήταν μονώροφα με δομικό υλικό την πέτρα, τους πλίνθους και το ξύλο, ενώ σήμερα επικρατούν οι πολυκατοικίες και τα πολυώροφα ξενοδοχεία από οπλισμένο σκυρόδεμα. Στην περίπτωση ενός σεισμού ενδιάμεσου βάθους, τα κτήρια αυτά ταλαντώνονται γύρω στο ένα δευτερόλεπτο, ώσπου δηλαδή να πάνε από τη μια μεριά στην άλλη. Το ανησυχητικό είναι ότι ακριβώς την ίδια περίοδο ταλάντωσης έχουν και τα σεισμικά κύματα αυτών των σεισμών, γεγονός που τα συντονίζει με τα πολυώροφα κτήρια όπως εκείνα συμπεριφέρονται μετά από ένα χτύπημα του Εγκέλαδου της συγκεκριμένης μορφής.
Με δεδομένο ότι απουσιάζει η εμπειρία μετά από 90 χρόνια εμφάνισης ενός αντίστοιχου φαινομένου, οι επιστήμονες προβληματίζονται για το πώς θα μπορούσαν να συμπεριφερθούν τα σημερινά κτίσματα στις επικίνδυνες ζώνες, άρα και στο νησί μας, στην εκδήλωση ενός καταστροφικού σεισμού ενδιάμεσου βάθους. Υπάρχουν, ωστόσο, και καλά νέα. Αφενός κανείς δεν αποκλείει την περίπτωση η συμπεριφορά των κτηρίων να μην είναι συνώνυμη μιας επικείμενης καταστροφής, και αφετέρου μεταξύ των ιδιαιτεροτήτων των σεισμών ενδιάμεσου βάθους είναι και το ότι δεν προκαλούν τσουνάμι, ενώ δεν έχουν μετασεισμούς. Αυτή ακριβώς η ανάγκη για καλή γνώση του φαινομένου αποτελεί προϋπόθεση για την οχύρωσή μας απέναντι στον ορατό κίνδυνο για το μέλλον.
Για τον λόγο αυτό, όπως επισημαίνει ο κ. Παπαδόπουλος, το σύστημα αντισεισμικής προστασίας της χώρας πρέπει να δει με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αυτό το καυτό, χωρίς υπερβολή, θέμα, ενώ απαιτείται η στενή συνεργασία σεισμολόγων και πολιτικών μηχανικών. Ένα από τα βασικά μελήματα είναι η δημιουργία ενός σεναρίου τέτοιου σεισμού, ώστε να προβλεφθεί η συμπεριφορά των κτηρίων απέναντι στο χτύπημα του Εγκέλαδου. Και αυτό αποτελεί μια αναγκαιότητα για την περιοχή μας, καθώς οι σεισμοί με αυτά τα χαρακτηριστικά αφορούν αποκλειστικά την περιοχή της Κρήτης, της Ρόδου και της Πελοποννήσου, ενώ στον αντίποδα προς την πλευρά του βόρειου Αιγαίου, της Αττικής και της υπόλοιπης ηπειρωτικής χώρας η διάδοση της σεισμικής ενέργειας είναι πολύ μειωμένη και συνεπώς οι σεισμοί ενδιάμεσου βάθους δεν είναι καταστροφικοί.
Στην Κρήτη οι τρομακτικοί σεισμοί του 1856 και του 1926
Στην Κρήτη, δύο είναι τα πιο καταστροφικά χτυπήματα στους ιστορικούς χρόνους από σεισμούς ενδιάμεσου βάθους. Από τους πιο τρομακτικούς ήταν εκείνος που σημειώθηκε στις 12 Οκτωβρίου του 1856, σύμφωνα με το νέο ημερολόγιο, ο οποίος είχε εστιακό κέντρο στην Κρητική θάλασσα και εκτιμώμενο μέγεθος 7,6 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ. Όπως καταγράφουν πολλές μαρτυρίες και ιστορικά ντοκουμέντα, από εκείνο τον σεισμό ισοπεδώθηκε το Ηράκλειο, ενώ προκλήθηκαν εκτεταμένες καταστροφές στην υπόλοιπη Κρήτη και τη Ρόδο. Στο Ηράκλειο έχασαν τη ζωή τους περίπου 550 άνθρωποι και τραυματίστηκαν περισσότεροι από 630, ενώ οι ζημιές ήταν τρομακτικές. Υπολογίζεται ότι μόνο 8 κτήρια της πόλης έμειναν ανέπαφα.
Όπως προκύπτει από πολλές πηγές, μεταξύ των οποίων και δημοσιεύματα των “The New York Times”, η ζώνη βλαβών επεκτάθηκε μέχρι το Κάιρο και τη Μάλτα. Αξιοσημείωτες μαρτυρίες καταγράφει ο κ. Παπαδόπουλος στο πολύτιμο σύγγραμμά του “A seismic history of Crete”, όπου μελετώνται οι σεισμοί και τα τσουνάμι από το 2000 π.Χ. έως το 2011 μ.Χ. Μεταξύ αυτών είναι η μαρτυρία του Στέφανου Νικολαΐδη, όπως αυτή αναφέρεται στο σύγγραμμα του Μ. Παρλαμά “Ιστορικά και βιογραφικά σημειώματα του Στέφανου Νικολαΐδου (1949)”, στο οποίο μεταξύ άλλων αναφέρεται: «1856, 7βρίου 29 προς 30 εις τας 9/14 της νυκτός έγινεν ο φοβερώτερος σεισμός όπου ενθυμούνται οι επιζώντες. Εχάλασεν όλον το Ηράκλειον, τζαμιά, εκκλησίας. Μόλις 24 οικίαι έμειναν, ολίγον βλαμμέναι και αυτοί. Αναλόγως όμως της φθοράς άνθρωποι εχάθησαν ολίγοι εκτός και εντός κατά την αυτήν ώραν και μετά ταύτα εκ των αποτελεσμάτων του σεισμού – έως 900 ψυχαί. Ο Θεός διαφυλάξει ημάς».
Το ίδιο σκηνικό καταστροφής επαναλήφθηκε στις 26 Ιουνίου του 1926, όταν ένας παρόμοιος σεισμός, μεγέθους 7,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ και εστιακού βάθους 115 km, έπληξε και πάλι την Κρήτη, τη Ρόδο και περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Όπως αναφέρει ο κ. Παπαδόπουλος, στο Ηράκλειο και άλλες περιοχές της Κρήτης εκατοντάδες κατοικίες, εκκλησίες και άλλες οικοδομές καταστράφηκαν. Δεν αναφέρθηκαν θύματα, αλλά οι άστεγοι ανήλθαν σε περίπου 10.000. Ζημιές υπέστησαν επίσης ο Άγιος Μηνάς και ο Άγιος Τίτος.
Στη Ρόδο, ο σεισμός προκάλεσε πολλούς νεκρούς, ενώ η καταστροφή ήταν επίσης εκτεταμένη. Η ζώνη βλαβών επεκτάθηκε και πάλι μέχρι το Κάιρο και άλλες περιοχές της ανατολικής Μεσογείου. Έχει ιδιαίτερο ιστορικό ενδιαφέρον ότι εκείνος ο σεισμός, όπως προκύπτει από μια επιστολή του Άρθουρ Έβανς, φαίνεται ότι επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο ο ανασκαφέας της Κνωσού, ο οποίος τον βίωσε στο Ηράκλειο, ενοχοποίησε τη σεισμική δραστηριότητα για την κατάρρευση του Μινωικού Πολιτισμού.